Η Απελευθερώνεται η Ρόδος από τους συμμάχους στις 9 Μαΐου 1945 Περιγραφή του Γιώργου Βρούχου

Συμπληρώθηκαν  70 χρόνια από την παράδοση της Δωδεκανήσου στις συμμαχικές δυνάμεις και τους Ιερολοχίτες. Στις 8 Μαΐου υπογράφτηκε στη Σύμη η υπογραφή της παράδοσης των νησιών από τον Γερμανό στρατηγό Όττο Βάγκενερ στον Άγγλο Τζέιμς Μόφφατ και στον διοικητή του Ιερού Λόχου συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε.
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησαν από τη Σύμη για τη Ρόδο οι αγγλικές δυνάμεις μαζί με τους Ιερολοχίτες. Ο αξέχαστος Γιώργος Βρούχος στο (αδημοσίευτο) ημερολόγιο του περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τα γεγονότα των ημερών εκείνων στη Ρόδο μαζί με τις περιπέτειες του αδελφού του Κώστα Βρούχου και του Κωστή Σουλούνια που ήσαν κρατούμενοι από τους Γερμανούς. Ακόμη περιγράφει την πρώτη συνέλευση των Ροδιτών στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο, αλλά και την αποθεωτική υποδοχή των ελευθερωτών από τους κατοίκους των νησιών.

Τον Απρίλιο φαινόταν καθαρά πια ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο. Τα ραδιόφωνα τα είχαν επιτάξει και δεν υπήρχε τρόπος ν’ακούσουμε Αθήνα που είχε απελευθερωθεί από τον Οκτώβριο του 1944, ούτε Λονδίνο. Όμως από στόμα σε στόμα μεταδίδονταν οι πληροφορίες ότι οι Αγγλο-Αμερικάνοι από τη μια μεριά και οι Ρώσοι από την άλλη προχωρούσαν ακάθεκτοι, αλλά ταυτόχρονα και η φήμη ότι ο Χίτλερ είχε κάποιο νέο φοβερό όπλο με το οποίο θα κέρδιζε τον πόλεμο. Κάναμε κουράγιο περιμένοντας το τέλος του πολέμου και την απαλλαγή μας από την τρομοκρατία των Γερμανών και  από την πείνα. Στις 20 Απριλίου ήταν τα γενέθλια του Χίτλερ και λέγανε ότι ίσως να έδινε αμνηστία οπότε θα αποφυλακιζόταν ο Κώστας. Φρούδες ελπίδες. Αντί για αμνηστία οι Γερμανοί σκλήρυναν την συμπεριφορά τους.

Στις 25 Απριλίου εκτέλεσαν τους έντεκα στο στρατόπεδο της Μέγγαβλης.   
Στο  σπίτι μας,  βασίλευε ένα βουβό πένθος.  Κανένας δεν μιλούσε για να μη στενοχωρεί τη  μητέρα  μας που δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν φρόντιζε ούτε στοιχειωδώς τον εαυτό της. Κατέρρεε μέρα με τη μέρα και μόνο η επιθυμία της να δει τον Κώστα μας την κρατούσε στη ζωή.
 Στις 6 Μαίου διαδόθηκε ότι την προηγούμενη μέρα οι Ρώσοι είχαν μπει στο Βερολίνο, ότι ο Χίτλερ είχε σκοτωθεί κι’ότι νέος Καγκελλάριος είχε αναλάβει ο Ναύαρχος Ντένιτς. Η ατμόσφαιρα άλλαξε, δεν κυκλοφο-ρούσαν στρατιώτες ούτε αυτοκίνητα, τα πάντα είχαν παραλύσει και επικρατούσε απίστευτη ηρεμία.

Οι αδελφές μου και η θεία Μαρίκα με αναπτερωμένο το ηθικό, ετοίμασαν τα καλάθια με το φαγητό που θάπερνα στον Κώστα και στον Κωστή. Πέρα όμως από το φαγητό θα τους έπαιρνα τη χαρμόσυνη είδηση ότι ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει και ότι από μέρα σε μέρα θα αποφυλακίζονταν. Πέρασα τα καλάθια στο τιμόνι ενός ποδηλάτου Bianchi που μας είχε δανείσει ο Παύλος Γεωργιάδης, στενός φίλος του Κώστα, όταν είχαμε μείνει χωρίς ποδήλατο και ξεκίνησα. Ήταν ένα ποδήλατο βαρύ, προπολεμικής κατασκευής, χρώματος μαύρου.

Εκείνο το πρωί αισθανόμουν πιο δυνατός. Οι καλές ειδήσεις είχαν ενεργήσει σαν τονωτική ένεση, ένιωθα να διαπερνά τα μέλη μου μια απίστευτη ζωτικότητα. Πετούσα! Για πρώτη – και τελευταία - φορά ανέβηκα τον φιδωτό απότομο ανήφορο των Τριών, που τότε ήταν χωματόδρομος στρωμένος με σαβούρα, χωρίς να κατέβω από το ποδήλατο. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών και πέντε μηνών, παιδί ακόμα, λεπτοκαμωμένο, αδυνατισμένο από την πείνα. Πού την βρήκα τόση δύναμη; Τώρα κάνουμε αρκετά συχνά αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο όταν πάμε στο νοσοκομείο ή για ψώνια στον Βερόπουλο - ο δρόμος έχει ασφαλτοστρωθεί - και διηγούμαι της Κατίνας εκείνη την απίθανη αναρρίχηση μου.  Πραγματικά μου φαίνεται απίστευτο και κάθε φορά που περνούμε απ’ εκεί η σκέψη μου ανατρέχει σ’εκείνη την ιστορική μέρα που ανέβηκα γεμάτος χαρά να φέρω την ευφρόσυνη, λυτρωτική είδηση στους φυλακισμένους ότι ο πόλεμος τελείωσε!

 Στο στρατόπεδο ήταν εμφανής η αλλαγή στην συμπεριφορά της φρουράς. Συνάντησα τον Κώστα και τον Κωστή χωρίς δυσκολία. Δεν τους είχαν πάρει για δουλειά εκείνη τη μέρα. Σίγουρα η διοίκηση του στρατοπέδου ήταν ενήμερη των εξελίξεων και χαλάρωσε τα μέτρα που ίσχυαν μέχρι τότε. Έπνεε διαφορετικός άνεμος. Οι κρατούμενοι που από τις προηγούμενες επισκέψεις μου ήξεραν ότι η Γερμανία κατέρρεε, κατάλαβαν από την ριζική αλλαγή στην συμπεριφορά των στρατιωτών ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά ήθελαν επιβεβαίωση, ήθελαν να μάθουν όσο το δυνατό περισσότερα, διψούσαν για λεπτομέρειες. Τους είπα όσα ήξερα και έβλεπα την χαρά και την ανακούφιση στα πρόσωπα τους. Ένοιωθαν ότι τα βάσανα τους τελείωναν.

Την επομένη 7 Μαίου τους μετέφεραν στο στρατόπεδο των Απολλώνων και την άλλη μέρα, 8 Μαίου, στις φυλακές Κοσκινού. Οι Γερμανοί δεν ήθελαν να δουν οι Άγγλοι τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι κρατούμενοι στην Κάζα ντέι Πίνι, μέσα σε μια υγρή γαλαρία, χωρίς κρεβάτια, χωρίς στρώματα, χωρίς κουβέρτες! Από τους 52 που έφυγαν τον Φεβρουάριο από τις φυλακές Κοσκινού, επέζησαν και επέστρεψαν μόνον 7! Οι φυλακές αυτές τελούσαν υπό ιταλική διοίκηση. Ο διευθυντής ήταν καλός άνθρωπος και γνώριζε τα παιδιά μας από την προηγούμενη παραμονή τους εκεί. Τους είχε συμπεριφερθεί πάντα με συμπάθεια και όταν κρατήθηκαν εκεί οι αδελφές μου έκαμε ό,τι ήταν δυνατό για να καταστήσει πιο ανώδυνη την κράτηση τους. Τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει και περίμενε τους Άγγλους, ήταν ακόμη φιλικότερος θέλοντας να εξασφαλίσει την καλή μαρτυρία μας.  

Το πρωί της Τρίτης 8 Μαίου ο Στρατηγός Otto Wagener πήγε στη Σύμη με ένα πλοιάριο για να παραδοθεί στον ταξίαρχο James Moffat. Κατά το μεσημέρι ήρθαν στο σπίτι μας στην Ιξιά, ο Παράσχος Χρυσοχοΐδης και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με ένα αυτοκίνητο FIAT Balilla, χρώματος καφέ θυμούμαι, και κάλεσαν τον πατέρα μου και τον Σάββα στην συνέλευση που θα γινόταν το απόγευμα στο Βενετόκλειο για την εκλογή μιας επιτροπής υποδοχής των Άγγλων που θάρχονταν την επομένη!

Πριν το σπίτι μας είχαν σταματήσει στου Παπαγεωργίου και στου Καλαβρού. Δεν καλούσαν όλο τον κόσμο, αλλά επιλεκτικά αυτούς που έκριναν εθνικά άξιους να μετάσχουν σε μια τέτοια συνέλευση, και φυσικά μόνο άντρες. Η συμμετοχή των γυναικών στα κοινά ήταν κάτι το αδιανόητο τότε. Ο πατέρας μου με πήρε μαζί του. Ανεβήκαμε σ’ένα φορτηγό αυτοκίνητο που έστειλε η αυτοδιόριστη οργανωτική επιτροπή για να μεταφέρει όσους κατοικούσαν στα Τριάντα. Στις Κάτω Πέτρες, στην τελευταία στροφή του δρόμου προς την πλατεία του Μπρούσαλη (ήταν τότε διπλής κατευθύνσεως, ο πάνω δρόμος έγινε το 1962-63) διασταυρωθήκαμε με το ανοιχτό αυτοκίνητο του Στρατηγού Wagener που επέστρεφε από την Σύμη. Συνομιλούσε με τον παρακαθήμενο του αξιωματικό.

Το φορτηγό μάς πήρε στο Βενετόκλειο. Πρώτη φορά έμπαινα στο ιστορικό αυτό σχολείο. Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη. Πρέπει να ήταν περίπου 450 άτομα. Δεν υπήρχε δηλαδή καθολική λαϊκή συμμετοχή, δεν ήταν άλλωστε δυνατό να οργανωθούν γενικές εκλογές εκείνη την ημέρα που πίεζε ο χρόνος.  Ήταν ένα περιορισμένο εκλογικό σώμα, που ήταν όμως αντιπροσωπευτικό και ικανό να αποφασίσει σωστά και υπεύθυνα. Η ατμόσφαιρα ήταν χαρμόσυνη, πανηγυρική. Επικρατούσε ευφορία και ενθουσιασμός.
 

Η Γερμανία είχε ηττηθεί, οι Σύμμαχοι, και η Ελλάδα, είχαν νικήσει! Ήμασταν ελεύθεροι και αποφασίζαμε εμείς πια για την τύχη μας. Τερματιζόταν μια περίοδος έξι αιώνων, από το 1309,  κατά την οποία αποφάσιζαν για μας οι εκάστοτε κατακτητές: Ιππότες, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί.

Κάποια στιγμή πέρασαν απ’έξω δύο καραμπινιέροι που εκτελούσαν την συνηθισμένη περιπολία τους, και, βλέποντας την συγκέντρωση, κοντοστάθηκαν μάλλον από περιέργεια παρά από πρόθεση να κάμουν έλεγχο. Στην ομήγυρη επεκράτησε για λίγο μια αμηχανία. Κάποιος παληκαράς φώναξε σε τόνο μαχητικό ότι έπρεπε να τους διώξουμε, να τους πούμε ότι η εξουσία τους είχε λήξει και ότι δεν είχαν καμιά δουλειά εκεί. Δεν χρειάστηκε όμως να γίνει κανένα διάβημα διότι οι καραμπινιέροι απομακρύνθηκαν μόνοι τους συνεχίζοντας την περιπολία τους.

Πρόεδρος της συνελεύσεως εκλέχτηκε δια βοής ο Θανάσης Καζούλλης, ο γνωστός μεγαλοκτηματίας της οικογένειας των ευεργετών, ο οποίος έχαιρε γενικής εκτιμήσεως. Αφού μίλησαν διάφοροι, με τον Σταμάτη Καζούλλη, τον γιο του προέδρου,  που διετύπωσε ορισμένες προτάσεις της νεολαίας, έγινε ψηφοφορία για την εκλογή εξαμελούς επιτροπής υποδοχής των Άγγλων. Εκλέχτηκαν κατά σειρά επιτυχίας οι Αθανάσιος Καζούλλης, Γαβριήλ Χαρίτος, δικηγόρος, με διαφορά μιας ψήφου (431-430), Κώστας Χατζηκωσταντής, επιχειρηματίας, Γιάννης Οικονομίδης, έμπορος, Γιάννης Τσαβαρής και Αχιλλέας Κωνσταντινίδης, δικηγόροι.. Σ’αυτούς προστέθηκε και ο πρώτος επιλαχών Στέλιος Κωτιάδης επειδή ήταν αγγλομαθής. Οι εκλεγέντες ήταν ομολογουμένως ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η ροδιακή κοινωνία. Ο Καζούλλης διορίστηκε κατόπιν δήμαρχος από τους Άγγλους, ο Χαρίτος εκλέχτηκε τον επόμενο χρόνο δήμαρχος και το 1951 βουλευτής. Ο Κωτιάδης εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από το 1950 μέχρι την δικτατορία των συνταγματαρχών και έγινε δύο φορές υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.

Την επομένη, 9 Μαίου, ημέρα Τετάρτη, συγκεντρωθήκαμε στην αυλή της εκκλησίας των Τριαντών με ελληνικές και αγγλικές σημαίες (τότε θεωρούσαμε ότι Αγγλία και Ελλάδα ήταν ένα και το αυτό), ανεβήκαμε σε φορτηγά και πήγαμε στο Βενετόκλειο. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί και άλλες ομάδες από άλλα χωριά και από τα μαράσια με πολλές σημαίες. Απορούσα και διερωτόμουνα πότε ράφτηκαν όλες αυτές οι σημαίες. Είχε και μερικές που έδειχναν παλιές. Αυτές προφανώς τις είχαν κρυμμένες σαν ιερά κειμήλια βαθιά στα σεντούκια με την προσδοκία της άγιας μέρας που θα τις έβγαζαν να τις ξεδιπλώσουν σε μια ελεύθερη Ρόδο. Και η μέρα αυτή είχε φτάσει:  9 Μαίου 1945. Λαμπρή, μεγάλη ιστορική μέρα, ορόσημο, το τέλος μιας μακραίωνης ξενοκρατίας και η ανατολή νέας εποχής εθνικής αποκαταστάσεως και ελευθερίας.

Ακολούθησαν κι’άλλες μεγάλες, σημαδιακές μέρες: η 15η Μαίου 1945 που ήρθε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επιβαίνοντας του θρυλικού καταδρομικού ΑΒΕΡΩΦ, η 31η Μαρτίου 1947 που ο Ταξίαρχος Parker παρέδωσε την διοίκηση των νησιών στον Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη και υψώθηκε στον ιστό του διοικητηρίου (τώρα λέγεται νομαρχιακό μέγαρο) η ελληνική σημαία, η 7η Μαρτίου 1948 που ήρθαν οι Βασιλείς, ο Παύλος και η Φρειδερίκη, και κήρυξαν την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Μητέρα Πατρίδα.  Αξέχαστες μέρες ανείπωτης χαράς, ενθουσιασμού και ευφροσύνης.

Θεωρώ την γενεά μου τυχερή και προνομιούχο γιατί της έλαχε να ζήσει όλα αυτά τα κοσμοιστορικά γεγονότα: Την ιταλική κατοχή, τον παγκόσμιο πόλεμο, την τρομοκρατία των Γερμανών, την φοβερή πείνα και το λυτρωτικό τέλος του πολέμου. 9η Μαίου 1945. Τι πανηγύρι ήταν εκείνο! Ο λαός ξεχύθηκε αυθόρμητα από τα μαράσια και από τα χωριά με τοπικές στολές, με σημαίες, με πάνινες ταινίες που έγραφαν ΖΗΤΩ Η ΕΝΩΣΙΣ, από τότε, από την πρώτη στιγμή ζητούσαμε την Ένωση, με τραγούδια σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού να υποδεχθεί τους ελευθερωτές. Είχε τελειώσει ο φοβερός Παγκόσμιος Πόλεμος και μάλιστα με νίκη των Συμμάχων, τελείωναν η πείνα,  οι διώξεις, οι αγγαρείες, οι εκτελέσεις, ο φόβος των Γερμανών, οι βομβαρδισμοί, η μακραίωνη υποδούλωση μας σε ξένους δυνάστες.

Ήμασταν επιτέλους ελεύθεροι. Οι νέοι  ξεχύθηκαν στις συνοικίες και αποτύπωναν στους τοίχους με γαλανή μπογιά ελληνικές σημαίες, και τους στίχους: Greeks here, Greeks there, Greeks everywhere on the island και στα ελληνικά Έλληνες εδώ, Έλληνες εκεί, Έλληνες παντού σ’όλο το νησί. Μου έλεγε αργότερα ο Σταμάτης Καζούλλης o οποίος είχε πάρει τους στίχους αυτούς από ένα ποίημα που είχε μάθει στο Αμερικανικό Κολλέγιο (Snow Here, snow there…) και τους προσάρμοσε στην περίσταση μαζί με τον Στέλιο Κωτιάδη, ότι ο σκοπός ήταν να συνειδητοποιήσουν οι Άγγλοι ότι παρ’όλον ότι η Ρόδος αποτελούσε ιταλικό έδαφος, οι κάτοικοι της ήταν  Έλληνες.  

Στο προαύλιο του Βενετοκλείου που τότε, πριν διαπλατυνθεί η οδός Βενετοκλέων, ήταν πιο ευρύχωρο, και απ’έξω, είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος από τα χωριά με τοπικές ενδυμασίες και από τα μαράσια με σημαίες, πολλές σημαίες, που τραγουδούσε και ζητωκραύγαζε. Μια παρέα από νέους ύψωσε στον ιστό του Βενετοκλείου την ελληνική σημαία ενώ χιλιάδες στόματα έψαλλαν τον Εθνικό μας Ύμνο.

Απερίγραπτες στιγμές ευφροσύνης και ενθουσιασμού. Σε λίγο οι καμπάνες της Μητρόπολης, της Αγίας Αναστασίας, του Άη Γιώργη ανήγγελλαν ότι φάνηκαν τα σκάφη που έφερναν τους Άγγλους. Πανζουρλισμός! Μέσα σ’εκείνη την βαβυλωνία θυμούμαι τον Μανώλη Παπαιωάννου που φώναζε: «Προχωρήστε στο Στάδιον ΔΙΑΓΟΡΑΣ.» Βάφτισε εκείνη τη στιγμή, την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα έρθουν οι Άγγλοι, το Arena del Sole σε Στάδιο Διαγόρας και το όνομα αυτό επικράτησε κι’έτσι λέγεται το στάδιο μέχρι σήμερα.

Ξεκίνησε λοιπόν η λαοθάλασσα για το Μαντράκι με τραγούδια, με σημαίες, με πινακίδες ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ, ΖΗΤΩ Η ΑΓΓΛΙΑ, ΖΗΤΩ Η ΕΝΩΣΙΣ. Ήταν ένα πανηγύρι. Γέμισε το μάτι μου από ελληνικές σημαίες. Τις χαιρόμουν. Τι όμορφες που ήταν! Η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε προς το Μαντράκι τραγουδώντας. Θυμούμαι τα τραγούδια: «Την ελληνική σημαία μάνα μου την αγαπώ, πούχει τούρανού το χρώμα και στη μέση τον Σταυρό», και «Όλη δόξα όλη χάρις άγια μέρα ξημερώνει εις την Νύμφη του Ηλίου, Ρόδον την περικαλλή», ή «Εμπρός με τον Σταυρό με το σπαθί κι’ η μούσα μας χαρούμενη προσμένει να ψάλλουμε μαζί αυτής της γης την δόξα την δαφνοστεφανωμένη. Τώρα που η γαλανή σημαία μας επάνω στο Καστέλλο κυματίζει ελεύθερος ο ροδιακός λαός με δάκρυα χαράς την αντικρίζει.»
 
Η ελληνική σημαία δεν κυμάτιζε βέβαια ακόμα στο Καστέλλο’ θα περνούσαν άλλα δύο χρόνια μέχρι τις 31 Μαρτίου 1947 για να την δούμε να υψωθεί εκεί, αλλά έμείς στον ενθουσιασμό της αναστάσιμης εκείνης μέρας την μελετούσαμε.

Στο Μαντράκι είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος από την πόλη και τα χωριά. Όσα φορτηγά μπορούσαν να κινηθούν κουβαλούσαν κόσμο με σημαίες, ελληνικές κυρίως και μερικές αγγλικές που ήταν και πιο δύσκολο να γίνουν με τις πολλές λωρίδες και χρώματα. Η χαρά του κόσμου άγγιζε τα όρια της τρέλλας. Ο Καζαντζάκης, στον Αλέξη Ζορμπά, γράφει για τη μέρα που ο Πρίγκιπας Γεώργιος πάτησε το πόδι του στην Κρήτη ως Ύπατος Αρμοστής: «Είδες ποτέ λαό να ζουρλαίνεται γιατί είδε τη λευτεριά του;» Αυτό ακριβώς συνέβαινε εκείνη τη μέρα στη Ρόδο. Μόλις βγήκαν οι πρώτοι αξιωματικοί ο κόσμος όρμησε και τους σήκωσε στα χέρια κι’έτσι σηκωτούς τους πήρε στο Ξενοδοχείο των Ρόδων. Φρενίτιδα ενθουσιασμού που λένε οι δημοσιογράφοι. Η αυλή του Ξενοδοχείου των Ρόδων πλημμύρισε από κόσμο που κρατούσε σημαίες, που τραγουδούσε ακούραστα και ζητωκραύγαζε υπέρ της Ελλάδος, της Ενώσεως και της Αγγλίας. Εκείνη την εποχή όπως και καθ’όλη την διάρκεια του πολέμου θεωρούσαμε ότι Αγγλία και Ελλάδα ήταν ένα, δεν κάναμε διάκριση. Υποδεχόμενοι τους Άγγλους νιώθαμε σαν να υποδεχό-μασταν Έλληνες.

Βέβαια τα πράματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Οι Άγγλοι κατέλαβαν στρατιωτικά την Δωδεκάνησο και έπρεπε να ακολουθούν όσα ορίζει η Συνθήκη της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907 για την διοίκηση των στρατιωτικά κατεχομένων χωρών, Ωστόσο αυτοί κατάργησαν εντελώς την ιταλική διοίκηση, εκτόπισαν τον ιταλό κυβερνήτη Φαράλλι στην Κάρπαθο, ύψωσαν στον ιστό του διοικητηρίου την αγγλική σημαία αντί της ιταλικής, διόρισαν Έλληνα δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο αποτελούμενο μόνο από Έλληνες και τρεις Τούρκους χωρίς κανένα Ιταλό, άλλαξαν τα ονόματα των δρόμων, και γενικά έδειξαν μια εύνοια προς το ελληνικό στοιχείο

Το ίδιο βράδυ, 9 Μαίου, ο  Φίλιππος Γιαμαλής, συνεργάτης του Μιχάλη μας και του Γιώργου Κωσταρίδη ζήτησε από τον Ταγματάρχη  Symes την αποφυλάκιση του  Κώστα  και  του  Κωστή. Ο Symes, παρόλον  ότι  ακόμα  δεν  είχε  αναλάβει  τα καθήκοντά του, δέχτηκε να τηλεφωνήσει στον διοικητή της ιταλικής αστυνομίας, αντισυνταγματάρχη Ferdinando Mittino και του ζήτησε να δώσει εντολή στον διευθυντή των φυλακών να του παραδώσει τους κρατουμένους Κωνσταντίνο Βρούχο και Κωνσταν-τίνο Σουλούνια. Κατά την μαρτυρία του Φίλιππου, ο Μιττίνο απάντησε: Signor si. (Μάλιστα κύριε). Αυτή η απάντηση δινόταν από κατώτερο σε ανώτερο, δεν ταίριαζε στον Μιττίνο που ήταν ανώτερος σε βαθμό από τον Symes, αλλά εκείνη την ημέρα ο Μιττίνο ήταν ο ηττημένος και ο Σάιμς ο νικητής. Ο Φίλιππος μέχρι σήμερα λέει πόσο χάρηκε όταν άκουσε πριν από λίγο αγέρωχο Tenente Colonnello Ferdinando Mittino να συμμορφώνεται στην διαταγή ενός κατώτερου άγγλου αξιωματικού και να ταπεινώνεται με την φράση «μάλιστα κύριε» σαν φανταράκι.

Πήγαν λοιπόν στις φυλακές Κοσκινού ο Σάϊμς με τον Φίλιππο, ο οποίος δανείστηκε τη στολή υπολοχαγού του Γιώργου Διαμαντίδη, για να παραλάβουν τον αδελφό μου και τον εξαδέλφου μου Κωστή που ο διευθυντής, ειδοποιημένος από τον Μιττίνο, τους είχε ετοιμάσει.

Ηλεκτρικό ρεύμα  δεν είχαμε. Η SIER, η ηλεκτρική εταιρεία, είχε παύσει να λειτουργεί από το περασμένο φθινόπωρο.  Βαθύ  σκοτάδι.   
Ακούσαμε βήματα και ομιλίες στην αυλή. Μια αδερφή μου άνοιξε ένα παράθυρο να δει τι συνέβαινε κι’έβαλε τις φωνές: «Ο Κώστας..Ο Κωστής!» Τρέξαμε όλοι και ανοίξαμε την πόρτα. Μπήκαν  μαζί με τον Φίλιππο και τον Ευάγγελο Φώκιαλη.

Πρησμένοι  από  την  πείνα,  βρώμικοι,   ρακένδυτοι. Οι  Γερμανοί  για να μη δουν οι 'Αγγλοι τη φρίκη του  στρατοπέδου της Μέγγαβλης (Casa dei Pini),  τους είχαν μεταφέρει, μόλις μία μέρα πριν, στις φυλακές Κοσκινού.  Σαν τους είδε η μητέρα μου, κατάκοιτη, είπε «Ας ήταν νάρκουνταν κι ο Μιχάλης μου.»

Πέθανε στις 28 Μαίου 1945, δεκαεννέα μέρες μετά την άφιξη των Άγγλων,  σε ηλικία 53 ετών. Η κηδεία της έγινε στην εκκλησία του Νιοχωριού και καθώς δεν υπήρχε τότε νεκροφόρα, φορτώσαμε το φέρετρο στο φορτηγό, ανεβήκαμε κι’εμείς πάνω και την θάψαμε στο νεκροταφείο του Άη Δημήτρη, πλάι στον τάφο της Μοσχούλας Κωσταρίδη.

 Ο θάνατος της μητέρας μου ήταν μεγάλο πλήγμα για την οικογένεια μας. Η Πόπη ήταν έντεκα χρονών κι’εγώ δεκαπέντε. Μας μεγάλωσε η Νίνα σαν δεύτερη μάνα. Tην θυμούμαι τη μητέρα μου κάθε στιγμή. Πώς να την ξεχάσω:! Έχω μπροστά μου την εικόνα της, την εικόνα της πονεμένης μάνας, της αιώνιας Μάνας, αυτής τη ίδιας που ιερά θλιμμένη, με τον καιρό ως πήρε ανθρώπινη όψη, για τον καημό της κόρης της λεγόταν Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία. Καημένη μητέρα μου, πόσα υπέφερες στην ζωή σου χωρίς να δεις μιαν άσπρη μέρα!

Πηγή : Η ΡΟΔΙΑΚΗ http://www.rodiaki.gr/

ο Καιρός

by Freemeteo.com

 

Χορηγός Ιστότοπου

Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου