Tα κείμενα έχουν ενημερωτικό και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα και μόνο και δεν αποτελούν "οδηγό" για νομικά ζητήματα, έχουν δε γραφεί με την νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο σύνταξής τους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

.     ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

 

Τον τελευταίο καιρό ακούμε ή διαβάζουμε τακτικά ότι « ο δράστης μετά την σύλληψή του  οδηγήθηκε  στον εισαγγελέα»,  ότι « ο φάκελος με τα παράνομα στοιχεία θα σταλεί στον  εισαγγελέα», ή ότι « ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά του τάδε» κλπ. ΄Ολες αυτές οι φράσεις είναι προφανές ότι αναφέρονται σε εκείνο τον  δικαστικό λειτουργό, που εκπροσωπεί την εισαγγελική αρχή.

Στην συνέχεια του σημειώματος μας, θα εξηγήσουμε σε γενικές γραμμές  την έννοια της εισαγγελικής αρχής  (εισαγγελέας) και τις αρμοδιότητες  που έχει στην ποινική διαδικασία ο εισαγγελέας.

                                                                         *

Ο εισαγγελέας είναι ο δικαστικός εκείνος λειτουργός που εκπροσωπεί ενώπιον του δικαστηρίου την Πολιτεία και είναι επιφορτισμένος με την δίωξη του εγκλήματος. Είναι ο δικαστικός εκείνος λειτουργός που «εισάγει» [«εισαγγέλλει»] την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου. Η εκάστοτε εισήγησή του προς το δικαστήριο  λέγεται «εισαγγελική πρόταση», οι δε αποφάσεις του μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του καλούνται «διατάξεις» [πχ με διάταξη του εισαγγελέα η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο κλπ].

 Μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων που έχει, είναι και:

Η  άσκηση της ποινικής  δίωξης, η επίβλεψη για την τήρηση των νόμων, η συμμετοχή του τόσο στο στάδιο της προδικασίας (ανάκριση, προανάκριση κλπ) όσο και στην διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (ακροατήριο).  Επίσης καθήκον του εισαγγελέα είναι η μέριμνα για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, η εποπτεία και ο έλεγχος  των σωφρονιστικών καταστημάτων  (φυλακές)  κλπ.

                                                                           *

Η εκάστοτε εισαγγελική πρόταση αξιολογείται και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από το δικαστήριο, ο δικαστής όμως που δικάζει την υπόθεση  δεν δεσμεύεται από την πρόταση του εισαγγελέα. Το δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί τελείως διαφορετικά από την εισαγγελική πρόταση, γεγονός μάλιστα που συμβαίνει πολλές φορές στην πράξη. Στο σημείο αυτό  αναφέρουμε ότι η εκτίμηση που γενικώς επικρατεί, ότι δηλαδή ο εισαγγελέας είναι πάντοτε καταδικαστικός σε μια υπόθεση, είναι εσφαλμένη. Η πραγματικότητα είναι ότι και ο εισαγγελέας ανιχνεύει όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, εξετάζει την αξιοπιστία των μαρτύρων και των εγγράφων και αναζητά και αυτός μαζί με τους άλλους παράγοντες της δίκης την αλήθεια, και με βάση αυτά προτείνει προς το δικαστήριο την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου κλπ. Η εισαγγελική πρόταση είναι πάντως απαραίτητη πριν την έκδοση οποιασδήποτε ποινικής απόφασης.

Μετά την υποβολή της πρότασής του ενώπιον του δικαστηρίου, ο εισαγγελέας δεν συμμετέχει στην διάσκεψη του δικαστηρίου που ακολουθεί, ούτε βέβαια ψηφίζει για την ενοχή  ή μη κλπ. Μάλιστα, επειδή κατά την αγόρευσή του σηκώνεται από την έδρα του και αγορεύει ιστάμενος, λέγεται (ατύπως και εξωδικονομικά βεβαίως),  ότι ο εισαγγελέας είναι εκπρόσωπος της «ισταμένης δικαιοσύνης», σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές που παραμένουν καθήμενοι στην έδρα τους και καλούνται γι΄αυτό εκπρόσωποι της «καθημένης δικαιοσύνης».

                                                                        *

Ο εισαγγελέας είναι  μεν δικαστικός λειτουργός,  πλην όμως  δεν είναι δικαστής με την τυπική έννοια του όρου, αφού όπως ήδη αναφέραμε, δεν αποφασίζει αυτός εάν κάποιος είναι ένοχος ή αθώος, εάν θα πρέπει να προφυλακισθεί ή όχι ο κατηγορούμενος στην κύρια ανάκριση κλπ. Μόνο προτείνει προς το δικαστήριο. Οι ρόλοι επομένως των δύο αυτών δικαστικών λειτουργών (εισαγγελέα – δικαστή) είναι διακριτοί. [Για τον λόγο αυτό άλλωστε και οι αποφάσεις του εισαγγελέα, όπως ήδη αναφέραμε, δεν καλούνται «αποφάσεις» όπως των δικαστηρίων, αλλά «διατάξεις»].

Η σαφής αυτή διάκριση μεταξύ εισαγγελέα και τακτικού δικαστή  υπάρχει, γιατί ο νόμος θέλει τον  δικαστή που με την ψήφο του θα αποφανθεί για την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου κλπ, να μην έχει  ανάμειξη στην    δίωξη  του δράστη, να είναι δηλαδή τελείως ουδέτερος με την υπόθεση, ώστε η κρίση του να είναι τελείως ανεπηρέαστη, αμερόληπτη και αντικειμενική.

                                                                              *

 

 Όπως ήδη αναφέραμε, ένα από τα βασικότερα καθήκοντα του εισαγγελέα, είναι η άσκηση της ποινικής δίωξης.

Η άσκηση της ποινικής δίωξης είναι μια σημαντική δικαστική ενέργεια, γιατί με την άσκησή της και μετά, αποκτά την ιδιότητα του κατηγορούμενου, αυτός εναντίον του οποίου ασκήθηκε η δίωξη.

Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών  (κατ΄εξαίρεση στις δικαστικές περιφέρειες Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Πάτρας ασκείται και από τον εισαγγελέα Εφετών).

Ο εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη:

Είτε μετά από έγκληση του ίδιου του παθόντα (μήνυση),

Είτε αυτεπαγγέλτως.

Την διαφορά αυτή θα την εξηγήσουμε τώρα αμέσως:

Οι αξιόποινες πράξεις (εγκλήματα) διακρίνονται από τον νόμο, εκτός των άλλων και σε δύο βασικές κατηγορίες.

1.Σε αυτές που διώκονται μόνον μετά από πρωτοβουλία του παθόντα, οπότε λέμε ότι πρόκειται για πράξεις που διώκονται «κατ΄έγκληση» [μήνυση] και

2.Σε εκείνες που το κράτος (η δικαιοσύνη δηλαδή ), επεμβαίνει αυτοβούλως και  ανεξάρτητα από την βούληση (θέληση) του παθόντα, οπότε μιλάμε για τις αυτεπάγγελτα διωκόμενες πράξεις.

Ι. Πράξεις διωκόμενες κατ΄ έγκληση:

Οι κατ΄έγκληση διωκόμενες πράξεις είναι εκείνες που   εφόσον ο ίδιος ο παθών το επιθυμεί θα επιληφθεί η δικαιοσύνη και θα φτάσει έτσι η υπόθεσή του στο ποινικό δικαστήριο. [Ο ποινικός κώδικας, ορίζει συγκεκριμένα ποιες είναι αυτές οι αξιόποινες πράξεις που διώκονται μόνο κατ΄έγκληση- μήνυση].

ΙΙ. Αυτεπάγγελτα διωκόμενες πράξεις:

Κάποιες εγκληματικές πράξεις όμως που είναι ιδιαίτερα σοβαρές, προκαλούν την κοινωνία και προσβάλλουν το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών, δεν είναι επιτρεπτό να παραμένουν ατιμώρητες. Η  διάπραξή των εγκληματικών αυτών πράξεων δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορη την Πολιτεία. Παρεμβαίνει αυτοβούλως, γιατί έχει ίδιον συμφέρον να αποκατασταθεί η νομιμότητα και η τάξη.

Σε αυτές τις σοβαρές περιπτώσεις ( πχ ανθρωποκτονία, ληστεία, απαγωγή, εμπορία ναρκωτικών ουσιών κλπ), η δικαιοσύνη ( ο εισαγγελέας δηλαδή), επεμβαίνει όπως λέμε  «αυτεπάγγελτα» (αυτοβούλως), δηλαδή με δική της πρωτοβουλία, προκειμένου να συλληφθεί ο δράστης, να οδηγηθεί στην δικαιοσύνη και εφόσον κριθεί ένοχος να του επιβληθεί η δέουσα ποινή.

 Στην περίπτωση αυτή των αυτεπάγγελτα δηλαδή διωκομένων εγκλημάτων, ο εισαγγελέας, εφόσον με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορηθεί το συμβάν, είτε από κάποια αναφορά, μήνυση, ή άλλη είδηση, επιλαμβάνεται της υπόθεσης και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, ασκεί  με δική του πρωτοβουλία  (αυτεπάγγελτα) την ποινική δίωξη. 

Για την πληρότητα του θέματος αναφέρουμε σχετικώς ότι ο εισαγγελέας όταν λάβει την μήνυση, αναφορά κλπ, έχει την δυνατότητα να προβεί σε διάφορες ενέργειες ανάλογα με την φύση της υπόθεσης και την πληρότητα των στοιχείων του φακέλου ( όπως να καλέσει τον φερόμενο σαν δράστη να δώσει εξηγήσεις σαν «ύποπτος» [όχι ακόμη κατηγορούμενος δηλαδή, εφόσον δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη], να  παραγγείλει προκαταρτική εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο ή να θέσει  την υπόθεση στο αρχείο κλπ).

                                                                            *

Με τα πιο πάνω που αναφέραμε, προσπαθήσαμε να δώσουμε μια πολύ γενική εικόνα της εισαγγελικής αρχής και τα καθήκοντα του εισαγγελικού λειτουργού. Στα επόμενα θέματά μας, όπου θα αναλύσουμε την ποινική διαδικασία σε όλα τα στάδια της, θα δούμε στην πράξη τις επί μέρους αρμοδιότητες και τον σημαντικότατο ρόλο που έχει ο εισαγγελέας στην ποινική δίκη.

Ε.Λ.  em.loukas@gmail.com

ο Καιρός

by Freemeteo.com

 

Χορηγός Ιστότοπου

Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου